Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸ σῶμ

См. также в других словарях:

  • σωμ — το, Ν άκλ. πνευστό όργανο με διπλό γλωσσίδι, μεσανατολικής προέλευσης και πρόγονος τού όμποε …   Dictionary of Greek

  • Σῶμ' — Σῶμι , Σῶμις masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῶμ' — σῶμι , σέω pres subj act 1st sg (epic) σῶμαι , σέω pres subj mp 1st sg (attic epic doric) σῶμα , σῶμα body neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -omics — The English language neologism omics informally refers to a field of study in biology ending in the suffix omics , such as genomics or proteomics. The related neologism omes addresses the objects of study of such fields, such as the genome or… …   Wikipedia

  • Omics — For the suffix indicating nomenclature, see nomics. The English language neologism omics informally refers to a field of study in biology ending in omics, such as genomics or proteomics. The related suffix ome is used to address the objects of… …   Wikipedia

  • EXTISPICES — ab extis inspiciendis dicti sunt olim Auspices, qui e victimatum in aris occisarum visceribus, ex artis suae quae Extispicina dicta est, disciplina consideratis, sutura praedicebant; de qua Cic. Extis, inquit, omnes fere utimur. Haec viguit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο …   Dictionary of Greek

  • κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… …   Dictionary of Greek

  • μοίραρχος — ο 1. ναυτ. ανώτερος αξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού, συνήθως πλοίαρχος, ο οποίος διοικεί μία μοίρα στόλου 2. στρ. διοικητής μοίρας πυροβολικού, ο οποίος φέρει συνήθως τον βαθμό τού αντισυνταγματάρχη 3. (σώμ. ασφ.) βαθμός αξιωματικού τής… …   Dictionary of Greek

  • ξιφασκία — η (Α ξιφασκία) 1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους 2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους νεοελλ. ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • υπαίθω — Α 1. υποκαίω («καὶ πῶς ὑπαίθων σῶμ ἂν ἰῴμην τὸ σόν;», Σοφ.) 2. μτφ. (για τον έρωτα) φλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αἴθω «ανάβω, καίω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»